- συσσωρεύω
- μετ.1) копить, накапливать; скапливать; 2) а/с. капитализировать (прибавочную стоимость); 3) физ. аккумулировать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συσσωρεύω — συσσωρεύω, συσσώρευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συσσωρεύω — ΝΜΑ [σωρεύω] μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.) … Dictionary of Greek
συσσωρεύω — συσσώρευσα, συσσωρεύτηκα, συσσωρευμένος, σχηματίζω σωρό από πολλά πράγματα: Συσσωρεύει πλούτη. – Συσσωρεύονται προβλήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συσσωρευομένων — συσσωρεύω heap up together pres part mp fem gen pl συσσωρεύω heap up together pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρεύει — συσσωρεύω heap up together pres ind mp 2nd sg συσσωρεύω heap up together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρεύουσι — συσσωρεύω heap up together pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συσσωρεύω heap up together pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρευθέντες — συσσωρεύω heap up together aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρευθέντων — συσσωρεύω heap up together aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρευομένη — συσσωρεύω heap up together pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρευόμενος — συσσωρεύω heap up together pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συσσωρεύονται — συσσωρεύω heap up together pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)